- τρίδακνος
- τρίδακνος [pron. full] [ῐ], ον,A eaten at three bites, of large oysters, Plin.HN 32.63.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίδακνος — ον, Α (για μεγάλο στρείδι) αυτός που τρώγεται με τρεις δαγκωματιές, με τρεις μπουκιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ., η οποία παρετυμολ. έχει θεωρηθεί σύνθ. < τρι * + δάκνω «δαγκώνω»] … Dictionary of Greek